- μεγαλάνωρ
- μεγᾰλᾱνωρ1 proud
σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52
μεγαλάνορος Ἡσυχίας fr. 109. 2.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52
μεγαλάνορος Ἡσυχίας fr. 109. 2.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μεγαλάνωρ — μεγαλάνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μεγαλήνωρ … Dictionary of Greek
μεγαλάνωρ — μεγαλά̱νωρ , μεγαλήνωρ high souled masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλήνωρ — μεγαλήνωρ, ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος 2. υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek